Το χωριό πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι είχε και έχει ωραία Λειβάδια. Το 1961 πήγα για πρώτη φορά στον καταρράκτη.

      Στα 17 μου ήρθα για πρώτη φορά στο χωριό και έμεινα μέχρι σήμερα. Ο πατέρας μου, ήταν από το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1944 όταν κάηκε το χωριό κατέβηκε στην Ξάνθη και ξανά ανέβηκε μαζί με την οικογένειά του (και μένα μαζί) το 1961. Μας έδωσαν από ένα άλογο, μια αγελάδα και κλήρο (ο οποίος καθορίζοταν ανάλογα με το πόσα παιδιά είχε η κάθε οικογένεια). Στη αρχή είμασταν 50 οικογένειες και το σχολείο ήταν γεμάτο παιδιά. Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες όμως και τα προβλήματα που είχε η κάθε οικογένεια ήταν οι λόγοι που άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν, οι συγχωριανοί μας. Το 1983 έκλεισε και η αποθήκη, η οποία ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα. Καλλιεργούσαμε σπόρο από τον Καναδά ποικιλίας Kenebeck και όταν μαζεύαμε την πατάτα και κάναμε τη διαλογή της στην αποθήκη κρατούσαμε τον σπόρο και τις υπόλοιπες πατάτες τις στέλναμε στην Πελλοπόνησο. Δυστυχώς όμως με το κλείσιμο της αποθήκης έπεσε και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όσες οικογένειες είχαν μείνει και ασχολούνταν με την καλλιέργεια της πατάτας έφυγαν σε άλλα μέρη ανά την Ελλάδα και όσοι μείναμε αρχίσαμε να ασχολούμαστε με την κτηνοτροφία. Σήμερα δυστυχώς είμαστε μόνο 8 άτομα.

      Το 1922 με την Μικρασιατική καταστροφή, τους Έλληνες από την Καππαδοκία, τους όρισαν συγκεκριμένα μέρη που θα έπρεπε να κατοικήσουν. Ένα από αυτά ήταν ο Λειβαδίτης που τότε ονομάζοταν ακόμη Χαμιδιέ. Την Μουσουλμανική μειονότητα που έμενε στην περιοχή την μετέφεραν στην Τουρκία με την ανταλλαγή που έλαβε μέρος τότε. Με το που εγκαταστάθηκαν οι Καππαδόκες στην περιοχή άλλαξαν και το όνομα του χωριού σε "Λειβαδίτη".

      Αργότερα με τον εμφύλιο το 1944, οι Βούλγαροι όταν έκαψαν το χωριό κυνήγησαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου. Οι Λειβαδιώτες κινήθηκαν προς το χωριό του Παλαμπάνη (σημερινό Τραχώνι Δράμας). Μπήκαν σε μια χαράδρα για να γλυτώσουν και ο πατέρας μου ανακάλυψε τον καταρράκτη, που τους πρόσφερε καταφύγιο και έτσι γλύτωσαν την σφαγή από τα χέρια των Βουλγάρων.

      Εγώ στον καταρράκτη πήγα το 1961 και από τότε τον έδειχνα σε φίλους μου, με αποτέλεσμα να αρχίσει να γίνεται σιγά σιγά γνωστός και να αποτελεί έναν από τους τουριστικούς προορισμούς του Νομού μας, στις μέρες μας.

      Μεγάλο μου παράπονο όμως αποτελεί το εξής: Ήρθαν άνθρωποι άσχετοι με το χωριό και την ιστορία του. Ήρθαν, έχτισαν σπίτια, επειδή όταν έγινε και η άσφαλτος, το χωριό άνθισε τουριστικά και κατάφεραν και έβγαλαν άδειες οικοδομής και συμβόλαια ιδιοκτησίας, σε ένα χωριό που στους μόνιμους κάτοικους δεν ανήκει τίποτα, επίσημα. Δεν έχω άδεια για τίποτα και δεν μπορώ να παραχωρήσω στα παιδιά μου ούτε ένα μέτρο γης. Αυτές είναι οι αδικίες του κράτους μας, που γίνονται επανειλημμένως από πολλές κυβερνήσεις, όχι μόνο από μία, εδώ και χρόνια.